πιέζω

πιέζω
ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α
1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.)
2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω, πατηκώνω («πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ωθώ, σκουντώ, σπρώχνω προς τα μέσα («πιέζω το ηλεκτρικό κουμπί»)
2. συνθλίβω, ζουλώ καρπό για να βγάλω τον χυμό («πιέζω τα σταφύλια»)
3. φρ. α. «πεπιεσμένος χάρτης» — χαρτί που κατασκευάζεται με ισχυρή συμπίεση και αντικαθιστά σε πολλές κατασκευές το ξύλο ή άλλες ύλες
β) «πεπιεσμένος αέρας» — αέρας τού οποίου ο όγκος έχει ελαττωθεί με συμπίεση και χρησιμοποιείται ως μηχανική δύναμη
νεοελλ.-αρχ.
1. (για μαχόμενο στρατό) ασκώ πίεση, σπρώχνω δυνατά ένα σημείο τής εχθρικής παρατάξεως, στενοχωρώ την παράταξη τού αντιπάλου (α. «οι δυνάμεις μας πιέζουν την αριστερή πτέρυγα τού εχθρού» β. «ὁ δὲ Παυσανίας μάλα πιεσθεὶς καὶ ἀναχωρήσας ὅσον στάδια τέτταρα», Ξεν.)
2. φέρνω σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ κάποιον («πιέζων τῷ λόγῳ καὶ συστέλλων ταπεινὸν ἐποίει καὶ ἄτολμον», Πλούτ.)
3. συνθλίβω κάτι με βάρος, βαραίνω, πλακώνω κάτι από πάνω («πιεζόμενοι oἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους ἄνω κυρτοῡνται», Ξεν.)
4. βασανίζω, προκαλώ λύπη, στενοχώρια (α. «μέ πιέζει η ανάγκη» β. «ἐπίεσε δ' αὐτοὺς πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνω ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ», Ηρόδ.)
5. (συν. το παθ.) πιέζομαι
δεινοπαθώ, υποφέρω, καταπιέζομαι («πιεζόμενος δὲ ταῑς περὶ τοὺς παῑδας συμφοραῑς» Ξεν.)
6. εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω (α. «τόν πίεσαν στην Ασφάλεια και ομολόγησε» β. «πιεζόμενοι ὅμως τὸ ἐπιτασσόμενον ἐπετέλεον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. πιάνω με τα χέρια, αδράχνω («καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾱς χειρὸς ἤγειρε», ΚΔ)
2. συλλαμβάνω (α. «ἀπέστειλον ὑπηρέτας ἵνα πιάσωσιν αὐτόν», ΚΔ
β. «καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ' αὐτοῡ ψευδοπροφήτης, Αποκ.)
3. (για παλαιστές) σφίγγω δυνατά τον αντίπαλο («ἐν μὲν γὰρ τῷ παλαίειν πιεζούμενος», Πλάτ.)
4. (για τα χείλη) σφίγγω το ένα με το άλλο, συμμαζεύω
5. μτφ. καταπνίγω («ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον», Πίνδ.)
4. αντισταθμίζω κάτι με κάτι άλλο («πιέζει τἀγαθῷ τὸ δυστυχές», Ευρ.)
5. προσδιορίζω κάτι ακριβώς («πιέζειν δεῑ πῶς ἓν ἐκεῑνο καὶ ἕτερον», Πορφύρ.)
6. μτφ. τονίζω ιδιαιτέρως, εξαίρω κάτι («βέλτιστον ταῡτα τοῑς γραμματικοῑς, παρέντας ἐκεῑνα μᾱλλον πιέζειν», Πλούτ.)
7. μτφ. επιμένω σε κάτι («τοῡτο σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν πρὶν ἂν ἱκανῶς εἴπωμεν, τίποτ' ἐστὶν εἰς ὃ βλεπτέον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. πιέζω (< *[e]pi-sed-jo) είναι συνθ. από πι-, μορφή με την οποία απαντά η πρόθεση ἐπί*, και το ρ. ἕζω/ἕζομαι* (< *sed-jo-mai) και έχει επομένως τη σημ. «κάθομαι πάνω σε κάτι, σπρώχνω, συντρίβω». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, και το συγγενές αρχ. ινδ. pīdayati «πιέζω, πληγώνω» πρέπει να αναχθεί σε τ. *pi-zd-eyō. Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. πιέζω αποτελεί μεταπλασμένο τ. ενός αρχικού *πίζω κατά το ἕζω. Στην υπόθεση ύπαρξης αυτού τού αμάρτυρου *πίζω μάς οδηγεί το αρχ. ινδ. pīdayati, το οποίο ανάγεται σε ρίζα *pizd- (> *πίζω). Η σύνδεση τού πιέζω με τον αρχ. ινδ. τ. θεωρείται πολύ πιθανή και από μορφολογική και από σημασιολογική άποψη. Εξάλλου, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το ρ. συνδέεται και με το λατ. pinso «πτίσσω, κόβω» (βλ. και λ. πτίσσω). Ο τ. πιάζω θεωρείται δωρικός αλλά μπορεί να ερμηνευθεί και ως αποτέλεσμα φωνολογικής εναλλαγής κατά τα ρ. σε -άζω (πρβλ. αμφι-άζω), ενώ ο τ. πιεζ-έω είναι υστερογενής, σχηματισμένος κατά τα συνηρημένα (πρβλ. κυρέω: κύρω).
ΠΑΡ. πίεση(-ις), πίεσμα, πιεστός, πίεστρο(ν)
αρχ.
πιεσμός, πιεστήρ
νεοελλ.
πιεστής, πιεστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. πιεζογραφία, πιεζογράφος, πιεζοηλεκτρικός, πιεζοηλεκτρισμός, πιεζομαγνητισμός, πιεζομετρία, πιεζόμετρο, πιεζοξείδιο. (Β' συνθετικό) εκπιέζω, εμπιέζω, καταπιέζω, συμπιέζω
αρχ.
αμφιπιέζω, αναπιέζω, αποπιέζω, διαπιέζω, επιπιέζω, παραπιέζω, περιπιέζω, προπιέζω, προσπιέζω, συνεκπιέζω, υποπιέζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιεζῶ — πιέζω Ep.. pres subj act 1st sg (attic epic doric) πιέζω Ep.. pres ind act 1st sg (attic epic doric) πιεζέω Ep.. pres subj act 1st sg (attic epic doric) πιεζέω Ep.. pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζω — Ep.. pres subj act 1st sg πιέζω Ep.. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζω — πιέζω, πίεσα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πιέζω — πίεσα, πιέστηκα, πιεσμένος 1. πατώ κάτι με δύναμη, ζουλώ: Μην πιέζεις το τζάμι να μη σπάσει. 2. μτφ., αναγκάζω κάποιον, ενοχλώ, στενοχωρώ: Μην το πιέζεις το παιδί, για να μιλήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιέζει — πιέζω Ep.. imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) πιέζω Ep.. pres imperat act 2nd sg (attic epic) πιέζω Ep.. pres ind mp 2nd sg πιέζω Ep.. pres ind act 3rd sg πιεζέω Ep.. pres imperat act 2nd sg (attic epic) πιεζέω Ep.. imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπιεσμένα — πιέζω Ep.. perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπιεσμένᾱ , πιέζω Ep.. perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπιεσμένᾱ , πιέζω Ep.. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζεσθε — πιέζω Ep.. pres imperat mp 2nd pl πιέζω Ep.. pres ind mp 2nd pl πιέζω Ep.. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζῃ — πιέζω Ep.. pres subj mp 2nd sg πιέζω Ep.. pres ind mp 2nd sg πιέζω Ep.. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέξει — πιέζω Ep.. aor subj act 3rd sg (epic ionic) πιέζω Ep.. fut ind mid 2nd sg (ionic) πιέζω Ep.. fut ind act 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέσω — πιέζω Ep.. aor subj act 1st sg πιέζω Ep.. fut ind act 1st sg πιέζω Ep.. aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”